- δικιμάζω
- δοκιμάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτική λ. αντί τού δοκιμάζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δοκιμάζω — και δικιμάζω (AM δοκιμάζω Μ και δικιμάζω) [δόκιμος] 1. υποβάλλω σε δοκιμή, εξετάζω την ποιότητα ή τη γνησιότητα («δοκιμάζει τα κρασιά», «τοὺς οἴνους δοκιμάζοντες») 2. υποβάλλω σε δοκιμασία για να ελέγξω την ύπαρξη κάποιας ιδιότητας («δοκιμάζει… … Dictionary of Greek